- αθροιστής
- αθροιστής, ο και αθροιστήρας, ο και αθροιστική μηχανή, ηόργανο με το οποίο γίνονται μηχανικά προσθέσεις και αφαιρέσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.